Ο Μάρτιος είναι ο τρίτος μήνας
του πολιτικού έτους. Ονομάστηκε έτσι προς τιμήν του ρωμαϊκού θεού του πολέμου
Mars (δηλαδή του Άρη).
ΤΑ ΠΡΟΣΩΝΥΜΙΑ ΤΟΥ ΜΑΡΤΗ
Τον Μάρτιο ο ελληνικός λαός
προσονόμασε Ανοιξιάτη (γιατί είναι ο πρώτος μήνας της Άνοιξης), Κλαψομάρτη,
Γδάρτη, Πεντάγνωμο (για το ευμετάβλητο του καιρού), Βαγγελιώτη (λόγω της
μεγάλης γιορτής του Ευαγγελισμού), Φυτευτή.
Ο «ΜΑΡΤΗΣ»
Οι μητέρες απ’την πρωτομηνιά
δένουν στα χέρια των παιδιών τους ένα βραχιόλι από πολύχρωμες κλωστές (συνήθως
κόκκινη και άσπρη κλωστή στριμμένη) που το λένε Μάρτη ή μαρτιάτικο για να μην
τα μαυρίσει ο ήλιος. Κατά τις
ηλιόλουστες ημέρες του Μαρτίου που ακολουθούσαν τα κρύα του χειμώνα, τα παιδιά
έβγαιναν από τα σπίτια και έπαιζαν έξω στις αυλές. Οι μητέρες, για να τα προφυλάξουν
από τις ακτίνες του μαρτιάτικου ήλιου που θεωρούνται επικίνδυνες, έφτιαχναν και
φορούσαν στο χέρι ή στο πόδι των παιδιών τον "Μάρτη", ένα κορδόνι από
λευκό και κόκκινο νήμα.
Ο ήλιος το Mάρτιο συνήθως καίει
και μαυρίζει τα πρόσωπα των παιδιών: “Του Μάρτη ο ήλιος βάφει και πέντε δεν
ξεβάφει”. Η μαυρίλα όμως σήμαινε και ασχήμια, προπάντων για τα κορίτσια που η
παράδοση τα ήθελε άσπρα και ροδομάγουλα:
«Ο πόχει κόρη ακριβή, το Μάρτη ο ήλιος μη την ιδεί». Για να αποτρέψουν
την επίδραση του ήλιου λοιπόν, έφτιαχναν και φορούσαν τον «μάρτη», ώστε να
προστατεύσει τα πρόσωπα των παιδιών από τον ήλιο και να μην καούν. Όταν τον
έβγαζαν τον κρεμούσαν σε τριανταφυλλιές, ώστε να γίνουν τα μάγουλά τους κόκκινα
σαν τριαντάφυλλα.
Ο "Μάρτης" ουσιαστικά
αποτελείται από δύο κλωστές, άσπρη και μία κόκκινη, στριμμένες μεταξύ τους, που
συμβόλιζαν την αγνότητα και τα χαρά. Σε κάποιες παραδόσεις αναφέρεται και μία
χρυσή κλωστή ώστε να συμβολίζεται και η αφθονία.
Συνηθίζεται να φοριέται μέχρι το
τέλος του μήνα. Σε ορισμένες περιοχές το μαρτιάτικο βραχιολάκι θεωρείται ιερό
από τη λαϊκή παράδοση που δεν είναι πρέπον να πεταχτεί. Για αυτό το φορούσαν
μέχρι το Πάσχα και το έδενα στην Αναστάσιμη λαμπάδα για να καεί. Σε άλλες
περιοχές έκαιγαν το βραχιολάκι στις
φωτιές που άναβαν για να κάψουν τον Ιούδα.
Η πιο διαδεδομένη όμως αντίληψη
φέρει το "Μάρτη" να φοριέται μέχρι να εμφανιστούν τα πρώτα χελιδόνια.
Τότε έβγαζαν το Μάρτη και τον αφήναν σε κλαδιά για να τον πάρουν τα πουλιά και
να το χρησιμοποιήσουν στην κατασκευή της φωλιάς τους.
Η ΑΣΤΑΘΕΙΑ ΤΟΥ ΚΑΙΡΟΥ
Η λαϊκή φαντασία αποδίδει την
αστάθεια του καιρού που παρατηρείται στον δύστροπο χαρακτήρα του Μαρτίου, τον
οποίο και προσωποποιεί. Σύμφωνα με μια παράδοση, λοιπόν, ο μήνας Μάρτιος έχει
δύο γυναίκες: μια πανέμορφη, αλλά φτωχή και μια κακάσχημη που όμως είναι
πλούσια. Τα βράδια κοιμάται ανάμεσά τους. Όταν γυρίζει από τη μεριά της
άσχημης, τη βλέπει και από το κακό του κάνει μέρες βροχερές και χειμωνιάτικες.
Όταν πάλι γυρίζει προς την όμορφη κάνει ηλιόλουστες, ανοιξιάτικες μέρες.
Σε άλλες περιοχές της Ελλάδος
λένε ότι κάποτε οι μήνες αποφάσισαν να παντρευτούν. Ο καθένας βρήκε μια γυναίκα
που του άρεσε και την παντρεύτηκε. Ο Μάρτης δε φρόντισε το ζήτημα μόνος του και
έβαλε προξενητάδες να του βρούνε μια γυναίκα. Εκείνοι του φέρανε μια κοπέλα η
οποία ήταν τυλιγμένη με ένα μαντίλι και του είπαν ότι είναι πολύ όμορφη.
Ευκολόπιστος όπως ήταν, την παντρεύτηκε. Όταν όμως έμειναν μόνοι και έβγαλε το
μαντίλι της, τι να δει; Δεν υπήρχε πιο άσχημη στον κόσμο! Από τότε κάθε φορά
που τη θυμόταν άστραφτε, βροντούσε, έβρεχε, έριχνε μπόρες, έκανε παγωνιές. Μόνο
όταν ξεχνιόταν μερικές φορές, ηρεμούσε, γαλήνευε κι έκανε καλό καιρό!
Τέλος υπάρχει και η ιστορία με
την κατεργαριά του Μαρτη. Στα πολύ παλιά χρόνια ο Μάρτης ήταν ο πρώτος μήνας
του έτους. Μια κατεργαριά όμως που έκαμε σε βάρος των άλλων μηνών που ήταν τα
αδέλφια του στάθηκε αιτία για να του πάρει την πρωτοκαθεδρία ο Γενάρης.
«Μια φορά κι έναν καιρό
αποφασίσανε οι δώδεκα μήνες να φτιάξουνε κρασί σε ένα βαρέλι ώστε να μπορούν να
πίνουν όποτε τους ερχόταν η όρεξη.
Έτσι λοιπόν είπε ο Μάρτης:
- Εγώ θα ρίξω πρώτος μούστο στο
βαρέλι για να γίνει κρασί και ύστερα ρίχνετε κι εσείς.
- Καλά, ρίξε εσύ πρώτος του είπαν
οι άλλοι.
Ετσι και έγινε. Έριξε πρώτα
εκείνος στο βαρέλι το μούστο και ύστερα ακολούθησαν και οι άλλοι μήνες. Όταν
λοιπόν ζυμώθηκε ο μούστος και έγινε το κρασί, είπε πάλι ο Μάρτης.
- Εγώ που έριξα πρώτος το μούστο,
πρώτος θ' αρχίσω και να πίνω.
-Βέβαια, είπαν οι άλλοι, έτσι
είναι το σωστό.
Έτσι λοιπόν τρύπησε το βαρέλι στο
κάτω μέρος, και άρχισε να πίνει, ως που ήπιε όλο το κρασί και δεν άφησε ούτε
στάλα. Κατόπιν ήρθε η σειρά του Απρίλη να πάει να πιεί κρασί. Πηγαίνει και το
βρίσκει άδειο. Θυμώνει, το λέει στους άλλους. Τ' ακούνε εκείνοι θυμώνουνε και σκάφτονται
τι να κάνουν. Συμφωνούν όλοι λοιπόν να τον τιμωρήσει ο Γενάρης που ήταν και ο
μεγαλύτερος αδελφός. Τον πιάνει λοιπόν ο Γενάρης και του τραβάει ένα γερό χέρι
ξύλο. Του αφαιρεί και το πρωτείο που είχε, να αρχίζει δηλαδή το έτος κάθε Μάρτη,
και έγινε να αρχίζει το έτος από το Γενάρη.
Από τότε όταν ο Μάρτης θυμάται το
παιχνίδι που έκανε στα αδέλφια του και τους ήπιε όλο το κρασί, γελάει και ο
καιρός ξαστερώνει. Όταν πάλι θυμάται το ξύλο που έφαγε κλαίει και βρέχει».
Η ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΤΗΣ ΓΡΙΑΣ
Τα απρόοπτα της βαρυχειμωνιάς που
συνήθως επιφυλάσσουν οι τελευταίες ημέρες του Μάρτη, οι «μέρες της γριάς» όπως
λέγονται, θέλει να εξηγήσει η παράδοση της «λιθωμένης γριάς».
"Ητανε μια φορά μια γριά κι
είχε κάτι κατσικάκια. Ο Μάρτης τότε είχε εικοσιοχτώ ημέρες και ο Φλεβάρης
τριανταμία. Ήρθε λοιπόν εκείνη την εποχή ο Μάρτης κι επέρασε χωρίς να κάμει
χειμώνα και η γριά από τη χαρά της που βγήκανε πέρα καλά τα πράματα της,
ξεγελάστηκε και είπε:
«Πρίτσι Μάρτη μου, στην πομπή
σου. Μπήκες, βγήκες τίποτα δε μου έκανες. Τα αρνάκια και τα κατσικάκια μου τα
ξεχείμασα».
Τότε ο Μάρτης πείσμωσε και
δανείστηκε τρεις ημέρες απ' το Φλεβάρη και έριξε χιόνια πολλά. Ήταν τόσο
άσχημος ο καιρός, που η γριά και τα ζωντανά της πέτρωσαν από το κρύο.”
Για αυτό που έπαθε εκείνη η γριά,
τις τρεις τελευταίες ημέρες του Μάρτη τις λένε ημέρες των γριών. Σε κάποια
χωριά ονοματίζουνε κάθε μία από αυτές τις ημέρες με το όνομα μίας από τις πιο
ηλικιωμένες γριές του χωριού. Αν τύχει καλή ημέρα θεωρούν πως η γριά είναι
καλή, ενώ αν τύχει κακοκαιρία λένε πως έγινε από την κακία της γριάς. Από τότε
λένε ότι έχει ο Μάρτης τριανταμία ημέρες και ο Φλεβάρης εικοσιοχτώ.